ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Фелонь — (фотография С. М. Прокудина Горского, 1910 год) Фелонь (греч … Википедия
Phélonion — russe de 1911 vu de dos avec incrustations de perles, photographie de Prokoudine Gorski Un phélonion (en grec: φαιλόνιο ; en russe: фелонь) est un vêtement liturgique des Églises d Orient. Historique … Wikipédia en Français
αγιοφόρι — το 1. λευκό περικάλυμμα ιερής εικόνας 2. το εκκλησιαστικό ένδυμα τού ιερέα, ιδιαίτερα το φαιλόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + φορώ] … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
φαιλόνιν — τὸ, Μ βλ. φαιλόνιο … Dictionary of Greek
φαινόλιο — το / φαινόλιον, ΝΜ [φαινόλης] φαιλόνιο … Dictionary of Greek
φελόνι — το / φελόνιον, ΝΜΑ, και φελώνιον και φελόνιν Μ βλ. φαιλόνιο … Dictionary of Greek
Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Σίφνου — Στεγάζεται στην ιερά μονή Παναγιάς Βρύσης ή Κυρα Βρυσιανής, που ιδρύθηκε το 1642 από το θρησκευόμενο Σίφνιο έμπορο Βασίλη Λογοθέτη. Το καθολικό της μονής είναι ένα θαυμάσιο δείγμα σταυροειδούς εγγεγραμμένου μικρού ναού με τρούλο. Στο εσωτερικό… … Dictionary of Greek